- εγκατάληψις
- ἐγκατάληψις, η (Α)σύλληψη αιχμαλώτων, αιχμαλώτιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκατάληψις — catching fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλήψει — ἐγκατάληψις catching fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐγκαταλήψεϊ , ἐγκατάληψις catching fem dat sg (epic) ἐγκατάληψις catching fem dat sg (attic ionic) ἐγκαταλαμβάνω catch in fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατάληψιν — ἐγκατάληψις catching fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλήψεων — ἐγκαταλήψεω̆ν , ἐγκατάληψις catching fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταλήψεως — ἐγκαταλήψεω̆ς , ἐγκατάληψις catching fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)